-
1 μονό-χροος
μονό-χροος, zsgzgn μονό-χρους, ουν, einfarbig, Arist. gener. an. 5, 6 u. Sp.
-
2 μονό-πτυχος
μονό-πτυχος, mit einer Falte, einfach, Sp.
-
3 μονό-πτωτος
μονό-πτωτος, mit einem Falle od. Casus, Gramm.
-
4 μονό-πτερος
μονό-πτερος, einflügelig, in der Baukunst = mit einer Säulenreihe, Vitruv. 4, 7.
-
5 μονό-πωλος
μονό-πωλος, mit einem Rosse, Eur. Or. 1004.
-
6 μονό-πεπλος
μονό-πεπλος, mit einem Gewande, Eur. Hec. 933.
-
7 μονό-πελμος
μονό-πελμος, einsöhlig, B. A. 425; συγχίς, Phani. 2 (VI, 294).
-
8 μονό-παις
μονό-παις, παιδος, ὁ, der einzige Sohn, Eur. Alc. 909.
-
9 μονό-πηρος
μονό-πηρος, mit einem Ränzel, E. M. 670, 57.
-
10 μονό-πους
-
11 μονό-πλευρος
μονό-πλευρος, einseitig, Suid.
-
12 μονό-ποιος
μονό-ποιος, von einer Beschaffenheit, Eigenschaft, Sext. Emp. pyrrh. 1, 94.
-
13 μονό-πλοια
μονό-πλοια, ἡ, das allein zu Schiffe Fahren, E. M.
-
14 μονό-ρηξ
-
15 μονό-στροφος
μονό-στροφος, aus einer Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr.
-
16 μονό-στιχος
μονό-στιχος, aus einer Reihe, ei nem Verse bestehend; ἐπίγραμμα, Lucill. 75 (XI, 312); Luc. Demon. 44.
-
17 μονό-στεγος
μονό-στεγος, mit einem Dach oder Stockwerk, στοά, D. Hal. 3, 68.
-
18 μονό-στομος
μονό-στομος, mit einem Munde, – mit einer Schneide, Hesych. v. σάγαρις.
-
19 μονό-στολος
μονό-στολος, allein gesandt, allein kommend, δόρυ, Eur. Phoen. 749; übh. allein, λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός, Alc. 409, wo der Schol. es ἔρημος erkl., ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μονοστελλομένων πλοίων; einzeln bei sp. D.
-
20 μονό-σχημος
μονό-σχημος, von einer Gestalt, Sp.
См. также в других словарях:
μόνο — επίρρ. τροπ., αλλά, όμως, ωστόσο, μονάχα: Παίξε στην αυλή, μόνο πρόσεξε να μη λερωθείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονο- — α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β συνθετικό γίνεται μια φορά ή είναι ένα: Μονοετής, μονόφθαλμος, μονοκατοικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιτρολέ(ι)μονο — το ο καρπός τής κιτρολε(ϊ)μονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρο + λέ(ι)μονο (< λε(ϊ)μόνι), πρβλ. γλυκο λέ(ι)μονο, ξυνο λέ(ι)μονο] … Dictionary of Greek
βαρυφαίνομαι — (μόνο στο γ πρόσ.) φαίνεται βαρύ, δυσάρεστο … Dictionary of Greek
δαμαλουρικό — μόνο στη φράση «δαμαλουρικό οξύ» οξύ μείγμα που αποχωρίζεται από τα ούρα των αγελάδων … Dictionary of Greek
αγωνιώ — (μόνο στον ενεργ. ενεστ. και πρτ.), κατέχομαι από αγωνία, ανησυχώ πολύ: Αγωνιά για να μάθει τα αποτελέσματα των εξετάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδυνατώ — (μόνο στον ενεστ. και τον πρτ.), δεν μπορώ να κάνω κάτι, είμαι ανίκανος για κάτι: Μια τέτοια πράξη αδυνατώ να την κάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπελουργώ — (μόνο ενεστ. και πρτ.), αμτβ., καλλιεργώ αμπέλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλογώ — (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), έχω αναλογία, ομοιότητα προς κάτι άλλο: Να πληρώσει κι αυτός ό,τι του αναλογεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοηταίνω — (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), είμαι ανόητος, λέγω ή κάνω ανοησίες: Πάψε πια να ανοηταίνεις, μεγάλωσες! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξίζω — μόνο στον ενεστ. και πρτ. 1. έχω αξία σε χρήμα: Το αυτοκίνητο αυτό δεν αξίζει πολλά πράγματα. 2. έχω ικανότητες, είμαι άξιος: Στις εξετάσεις για υποτροφία έδειξε τι άξιζε. 3. ανταποκρίνομαι επάξια σε κάτι, μου πρέπει: Την άξιζε αυτή τη θέση. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)